- μέλημ'
- μέλημα , μέλημαobject of careneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Евгений Булгар — бывший Славенский и Херсонский Архиепископ, Ордена Св. Александра Невского Кавалер, Почетный Член Санкт Петербургской Императорской Академии Наук и Лондонской Академии Древностей, а также Императорского Санкт Петербургского Вольного… … Большая биографическая энциклопедия
μέλημα — το (ΑM μέλημα [μέλω] 1. αντικείμενο μελέτης και φροντίδας, αυτό για το οποίο μεριμνά κάποιος (α. «νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα», Πίνδ. β. «το μόνο μέλημά του ήταν η εξυπηρέτηση τού συμφέροντος τής πολιτείας») 2. μέριμνα, φροντίδα αρχ. 1. χρέος,… … Dictionary of Greek